- γλευκαγωγός
- γλευκ-ᾰγωγός, όν,A for carrying new wine,
βύρσα Pherecr.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βύρσα Pherecr.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλευκαγωγός — ο (Α γλευκαγωγός, όν) κατάλληλος για μεταφορά γλεύκους … Dictionary of Greek
γλευκαγωγόν — γλευκαγωγός for carrying new wine masc/fem acc sg γλευκαγωγός for carrying new wine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλευκαγωγοῦ — γλευκαγωγός for carrying new wine masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… … Dictionary of Greek